αιτιάσασθαι

αιτιάσασθαι
αἰτιάσασθαι
αἰτιά̱σασθαι , αἰτιάομαι
accuse: aor inf mp (attic )
αἰτιά̱σασθαι , αἰτιάομαι
accuse: aor inf mp (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αἰτιάσασθαι — αἰτιά̱σασθαι , αἰτιάομαι accuse aor inf mp (attic) αἰτιά̱σασθαι , αἰτιάομαι accuse aor inf mp (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вина — ВИН|А (1167), Ы с. 1.Причина, повод: ˫Аκο ѥже... ||...зълѣ гл҃ати и клеветати. вражьды и ненависти. рати начѩло вина бываѥть. Изб 1076, 99 об. 100; Вьсемоу ли грѣхоу и блоудоу оубо. вина ѥсть ди˫аволъ. Там же, 190; обави виноу ѥ˫а же ради прииде …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”